οστεωτικός

οστεωτικός
-ή, -ό [οστέωση]
(ιστολ.) αυτός που συντελεί ή χρησιμεύει στη διαδικασία τής οστέωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”